- φρυαγματίας
- ὁ, Α1. ατίθασο άλογο2. ως επίθ. μτφ. αυθάδης, αλαζονικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα, -άγματος + επίθημα -ίας* (πρβλ. στιγματ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρυαγματίας — φρυαγματίᾱς , φρυαγματίας hot tempered masc acc pl φρυαγματίᾱς , φρυαγματίας hot tempered masc nom sg (attic epic doric aeolic) φρυαγματίᾱς , φρυαγματίης masc acc pl φρυαγματίᾱς , φρυαγματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυαγματίαν — φρυαγματίᾱν , φρυαγματίας hot tempered masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρυαγματίας hot tempered masc acc sg φρυαγματίᾱν , φρυαγματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρυαγματίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυακτής — ὁ, Α [φρυάσσομαι, ω] φρυαγματίας* … Dictionary of Greek